- αντεμβαίνω
- ἀντεμβαίνω (Α)ταιριάζω, προσαρμόζομαι (αναφέρεται σε αρμούς, συνδέσμους, αρθρώσεις).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντέμβασις — ἀντέμβασις, η (AM) [αντεμβαίνω] συνάρθρωση, συναρμογή, σύνδεση … Dictionary of Greek